μαύρισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. μαυρίζω + κατάλ. -μα], το μαύρισμα. 1. η παρατεταμένη έκθεση κάποιου στον ήλιο, για να σκουρύνει το χρώμα της επιδερμίδας του, καθώς και αυτό το ίδιο σκούρο χρώμα της επιδερμίδας: «με το πρόβλημα του όζοντος πρέπει να περιοριστούν οι ώρες μαυρίσματος || το μαύρισμα δεν είναι πια της μόδας». 2. η καταψήφιση υποψήφιου σε εκλογές: «του ’καναν τέτοιο μαύρισμα, που δε θα ξαναβάλει υποψηφιότητα»·
- του ρίχνω μαύρισμα, τον καταψηφίζω σε εκλογές: «του ’ριξαν τέτοιο μαύρισμα, που το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- τρώω μαύρισμα, καταψηφίζομαι σε εκλογές: «έφαγε τέτοιο μαύρισμα, που δεν μπορεί ακόμα να το πιστέψει».